Η Caroline Himbert, από το Ινστιτούτο Καρκίνου του Huntsman στο Salt Lake City, και οι συνεργάτες της διεξήγαγαν μια συστηματική ανασκόπηση για να εξετάσουν την άμεση αλληλεπίδραση στον άνθρωπο μεταξύ λιπώδους ιστού και κυττάρων επιρρεπών να μετατραπούν σε καρκινικά. Συνολικά ανίχνευσαν 4.641 έρευνες εκ των οποίων 20 ήταν κλινικές μελέτες σε ανθρώπους (επτά αφορούσαν καρκίνους του μαστού, τέσσερις του παχέος εντέρου, δύο του οισοφάγου, ένας οισοφάγου / παχέος εντέρου, ένας ενδομητρίου, τέσσερις προστάτη και ένας καρκίνος στο αυτί). Τη μελέτη τους δημοσίευσαν στο έγκριτο περιοδικό “Cancer Prevention“.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα στοιχεία από αυτές τις κλινικές μελέτες ενίσχυαν τα προκλινικά δεδομένα, δείχνοντας την ύπαρξη μίας σειράς από εξαρτώμενους από τα όργανα τρόπους επικοινωνίας μεταξύ λιπώδους ιστού και καρκινωμάτων, με μηχανισμούς όπως ο αγγειακός επιδερμικός αυξητικός παράγοντας, η ιντερλευκίνη-6, ο παράγοντας νέκρωσης όγκου και άλλοι. Έναν κεντρικότερο ρόλο φαίνεται να διαδραματίζει το σπλαχνικό, λευκό, λίπος, που σχετίζεται με περισσότερες σχετικές εκκρίσεις χημικών ουσιών από τα κύτταρα του υποδόριου λιπώδη ιστού.
Πρόκειται για μία ακόμα μελέτη που αναδεικνύει τη συνάφεια λίπους και καρκινογένεσης, και μάλιστα περιγράφει τους χημικούς κώδικες (τις χημικές επιδράσεις) που κρύβονται πίσω απ’ αυτή τη σχέση.