210.38.26.600
dioikisi@cancerhellas.org

Λευχαιμίες

Λευχαιμίες

Λευχαιμίες

Βασικές γνώσεις για το αίμα

Το πλάσμα είναι το υγρό συστατικό του αίματος μέσα στο οποίο κυκλοφορούν τα ερυθρά, τα λευκά αιμοσφαίρια και τα αιμοπετάλια. Αποτελεί περισσότερο από το 50% του όγκου του αίματος και αποτελείται κυρίως από νερό, ηλεκτρολύτες και πρωτεΐνες, με πιο σημαντική απ΄ αυτές την αλβουμίνη, η οποία κρατάει το νερό του αίματος μέσα στα αγγεία και επίσης αποτελεί τον φορέα που πάνω του προσκολλώνται και μεταφέρονται ουσίες όπως οι ορμόνες και τα διάφορα φάρμακα. Άλλες πρωτεΐνες που περιέχει το πλάσμα είναι αντισώματα Ανοσοσφαιρίνες και παράγοντες πήξεως. Το πλάσμα, επίσης, αποτελεί ένα ρεζερβουάρ για να παρέχει ή να απορροφά το υγρό στους ιστούς, ανάλογα με το αν υπάρχει έλλειψη ή περίσσια αυτού, βοηθάει να παραμένουν ανοικτά τα αγγεία και να ρέει ανεμπόδιστα το αίμα χωρίς να πήζει και διατηρεί την πίεση εντός αυτών. Επίσης έχει ρυθμιστικό ρόλο στη θερμοκρασία μεταφέροντας την ζέστη σε όλους τους ιστούς, κυρίως σε περιοχές που χάνουν πολύ θερμότητα, όπως είναι τα άκρα και το κεφάλι.

τα ερυθρά αιμοσφαίρια,  που  αποτελούν το 40% του όγκου του αίματος και περιέχουν την αιμοσφαιρίνη η οποία μεταφέρει  από τους πνεύμονες το εισπνεόμενο οξυγόνο σε όλα τα κύτταρα του οργανισμού  και  επιστρέφει στους πνεύμονες για να αποβληθεί το διοξείδιο του άνθρακα που παράγουν τα κύτταρα.

τα λευκά αιμοσφαίρια, που είναι πολύ λιγότερα από τα ερυθρά και ο κύριος σκοπός τους είναι να υπερασπίσουν τον οργανισμό από ξένους εισβολείς, όπως είναι τα βακτηρίδια ή οι ιοί κ.α. Τα λευκά αιμοσφαίρια αποτελούνται από τα εξής επιμέρους είδη κυττάρων:

Τα κοκκιοκύτταρα, που με τη σειρά τους αποτελούνται από:

  • τα ουδετερόφιλα πού είναι τα πιο πολλά και έχουν σκοπό την καταπολέμηση των λοιμώξεων από μικρόβια και μύκητες καθώς και από καθαρισμό από απόβλητα ξένα στον οργανισμό
  • τα ηωσινόφιλα που μπορούν να σκοτώσουν παράσιτα να καταστρέψουν καρκινικά κύτταρα και που εμπλέκονται σε αλλεργικές αντιδράσεις
  • τα βασεόφιλα τα οποία συμμετέχουν στην αλλεργικές αντιδράσεις

Τα λεμφοκύτταρα που αποτελούνται από  δύο βασικούς  τύπους τα Τ-λεμφοκύτταρα και τα Β-λεμφοκύτταρα. Και οι δύο τύποι προέρχονται από ένα κοινό μητρικό κύτταρο (βλαστοκύτταρο) που βρίσκεται στο μυελό των οστών. Τα Β-λεμφοκύτταρα αφού διαπλαστούν (ωριμάσουν) μέσα στον μυελό των οστών στη συνέχεια με την κυκλοφορία του αίματος μεταφέρονται στα όργανα του λεμφικού ιστού. Τα Β-λεμφοκύτταρα παράγουν ουσίες, τα λεγόμενα αντισώματα, που προσκολλώνται στους ξένους εισβολείς και τους καθιστούν ως τέτοιους αναγνωρίσιμους από τα φαγοκύτταρα ( μακροφάγα) και ορισμένα Τ- λεμφοκύτταρα, τα καλούμενα «κύτταρα δολοφόνοι ή κύτταρα φυσικοί φονείς». Η ωρίμανση των Τ- λεμφοκυττάρων γίνεται στο θύμο αδένα . Χωρίζονται και αυτά σε διάφορους τύπους που ο καθένας έχει την αποστολή του στην άμυνα του οργανισμού, με την καταστροφή βακτηριδίων ή μολυσμένων με ιούς κυττάρων. κάνουν συγκεκριμένες δουλειές και παίζουν σημαντικό ρόλο στο να καταστρέψουν βακτηρίδια και ξένα προς τον οργανισμό κύτταρα . Ένας τύπος αυτών είναι τα κύτταρα φυσικοί φονείς (NKcells)  που εμπλέκονται στην εντοπισμό και άμεση καταστροφή των ξένων εισβολέων, αλλά και των καρκινικών κυττάρων (αν τα αναγνωρίσουν ως ξένα).

τα μονοκύτταρα τα οποία μετατρεπόμενα σε μακροφάγα εγκλωβίζουν μέσα τους και σκοτώνουν βακτηρίδια ή νεκρά κύτταρα.

Τα λευκά αιμοσφαίρια κυκλοφορούν μέσα στα αγγεία, αλλά μπορούν να προσκολληθούν στα τοιχώματα και να βγουν έξω απ’ αυτά στους γύρω ιστούς.  Αν τα λευκά αιμοσφαίρια ανακαλύψουν μία φλεγμονή μία μόλυνση ή κάποιο άλλο πρόβλημα μπορεί να εκκρίνουν ουσίες (λεμφοκίνες) που ειδοποιούν και άλλα λευκοκύτταρα να προστρέξουν προς βοήθεια. Τα λευκά αιμοσφαίρια δρουν τρόπω τινά σαν αστυνομία του σώματος, αφού περιπολούν και είναι έτοιμα να επιτεθούν και να εξουδετερώσουν κάθε ξένο εισβολέα, εκκρίνοντας ουσίες που προσκολλώνται σε αυτόν και συλλαμβάνοντας και καταστρέφοντας τον.

τα αιμοπετάλια ή θρομβοκύτταρα είναι στην ουσία θραύσματα κυττάρων που είναι μικρά σε μέγεθος και έχουν αποστολή να σταματούν με την πήξη (τον θρόμβο που σχηματίζουν) τυχόν δημιουργούμενα κενά (τρύπες) των αγγείων από τραυματισμό τους.

Τα κύτταρα του αίματος στον ενήλικά δημιουργούνται στο μυελό των οστών από τα λεγόμενα προγονικά αιμοποιητικά κύτταρα (βλάστες), δηλαδή από κύτταρα που είναι αδιαφοροποίητα και  ανάλογα με τις ανάγκες του οργανισμού πολλαπλασιάζονται και διαφοροποιούνται παράγοντας τις διάφορες κατηγορίες των κυττάρων του αίματος που αναφέρθηκαν. Στο σχηματισμό των λεμφοκυττάρων συμμετέχουν, ως αναφέρθει οι λεμφαδένες και ο θύμος αδένας.

Η διάρκεια ζωής ενός ερυθρού αιμοσφαιρίου είναι περίπου 120 ημέρες, ενός λευκοκυττάρου από μερικές ώρες ως ημέρες και των αιμοπεταλίων περίπου 10 ημέρες.

Λευχαιμίες

Οι λευχαιμίες είναι ένας γενικός όρος που υποδηλώνει την κακοήθη εξαλλαγή δηλ. τον άναρχο πολλαπλασιασμό που συμβαίνει στα αρχέγονα κύτταρα (βλαστικά) κύτταρα του μυελού των οστών από τα οποία θα προκύψουν τα ώριμα κύτταρα του αίματος. Η εξαλλαγή αφορά τη σειρά των λευκών αιμοσφαιρίων. Τα μ’ αυτά τον τρόπο άναρχα πολλαπλασιαζόμενα κύτταρα δεν είναι λειτουργικά επαρκή και με την αύξηση του αριθμού τους στον μυελό των οστών καταπιέζουν τα φυσιολογικά προγονικά κύτταρα, επηρεάζοντας έτσι και εκείνα που είναι υγιή και κατά συνέπεια τελικά όλα τα κυτταρικά στοιχεία του αίματος.

Διακρίνονται διάφοροι τύποι λευχαιμίας, ανάλογα με το αν η νόσος εξελίσσεται με ταχύ ρυθμό (οξείες λευχαιμίες) ή  πιο αργό (χρόνιες λευχαιμίες),  καθώς και ανάλογα με τον τύπο των προγονικών κυττάρων στα οποία παρατηρείται η κακοήθης εξαλλαγή (λεμφοκυτταρική ή λεμφοβλαστική  λευχαιμία,  όταν αφορά τα προγονικά των λεμφοκυττάρων κύτταρα και μυελογενή, αν η βλάβη αφορά τους μευελοβλάστες, τα προγονικά κύτταρα που δημιουργούν τα κοκκιοκύταρα (ουδετερόφιλα, βασεόφιλα, ηωσινόφιλα) και τα μονοκύτταρα).

 

Επομένως οι βασικές μορφές είναι οι εξής:

  • Οξεία μυελογενής λευχαιμία ( ΟΜΛ)
  • Χρόνια μυελογενής λευχαιμία (ΧΜΛ)
  • Οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία (ΟΛΛ)
  • Χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία (ΧΛΛ)

Οι λευχαιμίες ξεκινούν μεν από τον μυελό των οστών, αλλά εξαπλώνονται με την κυκλοφορία σ’ όλο το σώμα. Οι διάφορες μορφές, τύποι και υπότυποι στους οποίους ταξινομούνται δεν αποτελούν απλές περιγραφικές οντότητες, αλλά έχουν τις δικές τους ιδιαιτερότητες, τόσο στον τρόπο εμφάνισης, όσο και στην εξέλιξη και τη θεραπεία τους.

Σ΄ αυτή την ενότητα οι αναφορές αφορούν τις λευχαιμίες των ενηλίκων και όχι αυτές που εμφανίζονται στα παιδιά.

Συνολικά εκτιμάται ότι τα νέα περιστατικά λευχαιμιών στην Ελλάδα ήταν 2018 περίπου 1.840 με πιο συχνή μορφή, γενικώς, τις  μυελογενείς λευχαιμίες

Οξεία Μυελογενής Λευχαιμία

Γενικά

Οξεία χαρακτηρίζεται γιατί εξελίσσεται γρήγορα και επιθετικά.

Μυελογενής , γιατί αφορά βλάβη στη μυελική σειρά των λευκών αιμοσφαιρίων (μυελοβλάστες) απ’ όπου προέρχονται τα ώριμα λευκά αιμοσφαίρια που έχουν ως στόχο την εξολόθρευση μικροοργανισμών και βλαβών στους ιστούς.

Διαγνωστική Διερεύνηση

Καθώς πρήξιμο των λεμφαδένων μπορούν να προκαλέσουν και καλοήθεις καταστάσεις, η διάγνωση του λεμφώματος γίνεται μόνο με βιοψία (αφαίρεση ενός τμήματος ή όλου του λεμφαδένα). Η εξέταση στο παθολογοανατομείο (η ιστολογική εξέταση θέτει τη διάγνωση και παρέχει σημαντικές πληροφορίες για το είδος και τα χαρακτηριστικά του λεμφώματος.

Τη διάγνωση του λεμφώματος ακολουθούν μία σειρά από εξετάσεις που στοχεύουν από τη μια να διαπιστώσουν την έκταση στην οποία έχει εξαπλωθεί η νόσος (όπως αξονικές ή μαγνητικές τομογραφίες, σπινθηρογραφήματα, Pet scan κ.λ.π) και από την άλλη ποια είναι η  γενική κατάσταση της υγείας του οργανισμού και ιδιαίτερα της καρδιάς και των νεφρών ( χρήσιμα για την ασφάλεια της θεραπείας με χημειοθεραπευτικά φάρμακα).

Αιτία - Παράγοντες Κινδύνου

Συνήθως εμφανίζεται σε άτομα μεγάλης ηλικίας, άνω των 75 ετών

Στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν αναγνωρίζεται κάποια αιτία που τη δημιουργεί.
Ο κίνδυνος εμφάνισης ΟΜΛ έχει διαπιστωθεί να αυξάνεται σε:

  • προηγούμενη λήψη χημειοθεραπείας
  • έκθεση σε πολύ υψηλά επίπεδα ιονίζουσας ακτινοβολίας (π.χ ακτινοθεραπεία)
  • χρόνια έκθεση στο βενζόλιο ( αφορά έκθεση κατά την άσκηση επαγγέλματος, αλλά και το κάπνισμα, αφού σε αυτό περιέχεται η συγκεκριμένη ουσία)
  • παθήσεις και γενετικά σύνδρομα ( όπως το σύνδρομο Down)

Σημεία και Συμπτώματα

  • Ταχεία εμφάνιση και εξέλιξη συμπτωμάτων όπως:
  • Ωχρότητα
  • Αίσθημα κόπωσης ή αδυναμίας
  • Δύσπνοια
  • Συχνές λοιμώξεις
  • Ασυνήθιστη τάση προς αιμορραγίες ( π.χ. από τη μύτη ή τα ούλα) ή με εμφάνιση πετεχειών
  • Μη επιδιωκόμενη απώλεια βάρους

Διαγνωστική Διερεύνηση

Εκτός από την κλινική εξέταση βοήθεια στο να τεθεί η υποψία και η ίδια η διάγνωση προσφέρουν:

  • Η γενική αίματος, η γνωστή εξέταση που μετρά αριθμό και είδος κυττάρων στο αίμα
  • Η μελέτη επιχρίσματος περιφερικού αίματος (η εξέταση στο μικροσκόπιο των κυττάρων του αίματος)
  • Το μυελόγραμμα και η οστεομυελική βιοψία ( αναρρόφηση με ειδική βελόνα και εξέταση υλικού από τον μυελό των οστών. Η παρακέντηση με ειδική βελόνα πραγματοποιείται με τοπική αναισθησία, είτε στο πίσω μέρος της λεκάνης, είτε στο στέρνο)
  • Η κυτταρογενετική ανάλυση, για τον έλεγχο διαταραχών των χρωματοσωμάτων
  • Έλεγχος για τον ανοσοφαινότυπο, με ειδικές τεχνικές για την ανακάλυψη με τη χρήση αντισωμάτων διάφορων αντιγόνων ή δεικτών στην επιφάνεια των κυττάρων. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να αναγνωριστούν διάφοροι επιμέρους τύποι (υπότυποι) λευχαιμίας
  • Η αντίστροφη μεταγραφή αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης(RT–PCR), μία ειδική τεχνική μέτρησης του RNA που αναδεικνύει αλλαγές σε γονίδια που αφορούν συγκεκριμένους τύπους ΟΜΛ.
  • Απεικονιστικές εξετάσεις όπως: το υπερηχογράφημα, η Αξονική ή/και μαγνητική τομογραφία, το PET scan, για τον έλεγχο ύπαρξης τυχόν μεταστάσεων.

Η οσφυονωτιαία παρακέντηση, για συλλογή δείγματος εγκεφαλονωτιαίου υγρού προς έλεγχο ύπαρξης ή όχι εντός αυτού λευχαιμικών κυττάρων

Ταξινόμηση

Δεν υπάρχει σταδιοποίηση της νόσου, όπως σε άλλες κακοήθειες, αφού δεν σχηματίζεται  όγκος, Υπάρχουν όμως διάφοροι υπότυποι σύμφωνα με κατηγοριοποιήσεις που στηρίζονται στις ανωμαλίες που υπάρχουν στα χρωματοσώματα και στα κύτταρα που έχουν εκδηλώσει τη νόσο. Αυτές οι ιδιαιτερότητες έχουν, βεβαίως, και προγνωστική αξία.

Θεραπεία

Η θεραπεία της ΟΜΛ πρέπει να ξεκινήσει το συντομότερο δυνατό, καθώς η νόσος μπορεί να εξελιχθεί πολύ γρήγορα.

Η χημειοθεραπεία είναι η κύρια θεραπεία της ΟΜΛ. Χορηγείται αρχικά ως εισαγωγική (εφόδου) δηλ εντατικά και  σε σύντομο διάστημα με στόχο να επιτευχθεί το μέγιστο εφικτό αποτέλεσμα και συνεχίζει ως θεραπεία σταθεροποίησης, αφού συνέλθει ο ασθενής από την αρχική φάση της θεραπείας, σε είδος, τρόπο και χρόνο που καθορίζει ο θεράπων ιατρός. Αν υπάρχουν ενδείξεις διήθησης του κεντρικού νευρικού συστήματος μπορεί να εγχυθεί  με ειδικό τρόπο χημειοθεραπεία  στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό.

Επίσης σε συγκεκριμένη μορφή αυτής της μορφής λευχαιμίας χορηγείται για πολύ καιρό χαμηλής δόση χημειοθεραπεία, ως θεραπεία συντήρησης.

Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν ειδικές θεραπείες για περιπτώσεις με βλάβες σε συγκεκριμένα γονίδια, καθώς και αντισώματα που στοχεύουν σε πρωτεΐνες που διευκολύνουν την ανάπτυξη και διατήρηση των καρκινικών κυττάρων

Σε ορισμένες περιπτώσεις, ενδέχεται να απαιτηθεί εντατική χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία όλου του σώματος που καταστρέφει τον πάσχοντα μυελό των οστών του ασθενούς, και στον οποίον στη συνέχεια, με κατάλληλες μεθόδους, χορηγούνται υγιή βλαστικά κύτταρα ( μεταμόσχευση μυελού των οστών) , κατά κανόνα από ξένο δότη ( συνήθως συγγενικό πρόσωπο)..

Μετά τη θεραπεία υπάρχει είτε: πλήρης υποχώρηση  (ύφεση) της νόσου, όπου  η γενική αίματος είναι φυσιολογική, στον μυελό των οστών οι βλάστες (λευχαιμικά κύτταρα) είναι λιγότερο από 5% των κυττάρων, δεν υπάρχουν σημεία ή συμπτώματα λευχαιμίας στον εγκέφαλο ή στο νωτιαίο μυελό ή οπουδήποτε αλλού. Πλήρης μοριακή υποχώρηση έχουμε όταν δεν υπάρχει λευχαιμικό κύτταρο ακόμα και με τη χρήση των νεότερων εξετάσεων (κυτταρομετρία ή αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης). Ελάχιστη υπολειπόμενη νόσος, υπάρχει όταν δεν βρίσκονται λευχαιμικά κύτταρα στον μυελό των οστών με τις κλασικές εξετάσεις, αλλά κάτι τέτοιο διαπιστώνεται με τις σύγχρονες εξετάσεις.

Ενεργός νόσος, υπάρχει όταν παρά τη θεραπεία ανιχνεύονται λευχαιμικά κύτταρα με τις κλασικές μεθόδους ( μικροσκοπική εξέταση) ενώ υποτροπή υπάρχει όταν η νόσος επανεμφανιστεί στον μυελό των οστών ή στο περιφερικό αίμα μετά τη θεραπεία της ( το ποσοστό βλαστών στο μυελό των οστών είναι >5%).

Χρόνια Μυελογενής Λευχαιμία

Γενικά

Αφορά τον πολλαπλασιασμό προγονικών μυελοβλαστων ο οποίος προκαλείται από μία γενετική μετάλλαξη τους. Σε περισσότερο από το 95% των περιπτώσεων των λευχαιμικών προγονικών κυττάρων  ένα μέρος από το χρωμόσωμα 9 έχει αποκολληθεί και έχει προσκολληθεί στο χρωμόσωμα 22 ( και αυτό έχει χαρακτηριστεί ως χρωμόσωμα Φιλαδέλφειας). Αυτή η μετάλλαξη δεν κληρονομείται αλλά εμφανίζεται (προκύπτει) κατά τη διάρκεια της ζωής. Η μετάθεση αυτή του γονιδίου οδηγεί σε ένα νέο γονιδιακό συνδυασμό που δημιουργεί (εκφράζει) μια ομώνυμη πρωτεΐνη ( BCR-ABL) η οποία είναι αιτία για Την απορρύθμιση του κυτταρικού πολλαπλασιασμού και της απόπτωσης (θανάτου) των λευχαιμικών κυττάρων.

Η χρόνια μυελογενής λευχαιμία (ΧΜΛ) είναι πολύ σπάνια στα παιδιά. Εμφανίζεται κυρίως μετά την ηλικία των 55 -60 ετών και είναι συχνότερη στους άνδρες.

Συνολικά η ΧΜΛ αποτελεί το 15% των λευχαιμιών.

Η πρόγνωση της νόσου έχει εντυπωσιακά βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια και η 5ετής επιβίωση αγγίζει το 90%

Κλινική Εικόνα

Η νόσος ξεκινά από μία φάση που χαρακτηρίζεται ως χρόνια, και αν δεν υπάρξει ιατρική παρέμβαση, οδηγείται σε μία φάση επιταχυνόμενης προόδου της νόσου, για να καταλήξει στο τέλος σε μία κρίση με μεγάλη αύξηση του αριθμού των ανώριμων μορφών ( των βλαστών) ,στη λεγόμενη βλαστική φάση, που παλαιότερα αποδεικνυόταν μοιραία για τον ασθενή.

Σήμερα η κατάσταση έχει αλλάξει με τη χρήση φαρμάκων που μπλοκάρουν την ελαττωματική λειτουργία που προκαλεί η γενετική μετάλλαξη και έτσι οι ασθενείς παραμένουν στη χρόνια φάση (με πρόσφατα πιθανή ακόμα και την αναστολή και της θεραπείας συντήρησης που έπαιρναν)

Η διάγνωση, επομένως της νόσου γίνεται κατά κανόνα στη χρόνια φάση (στο 97% των περιπτώσεων) και σε μεγάλο ποσοστό είναι τυχαία, από τη διαπίστωση λευκοκυττάρωσης (αυξημένου αριθμού λευκών αιμοσφαιρίων με στροφή προς τ’ αριστερά, δηλ. αύξηση του αριθμού των ανώριμων ουδετερόφιλων). Άλλα σημεία είναι η αναιμία, η σπληνομεγαλία με άλγος στο άνω μέρος της κοιλίας, η κόπωση και η αδυναμία, οι πόνοι στα οστά, η απώλεια όρεξης και βάρους και πιθανώς η αύξηση του αριθμού των αιμοπεταλίων.

Διάγνωση

Αυτή γίνεται με την εξέταση του μυελού των οστών και τη διαπίστωση των γενετικών βλαβών του μεταλλαγμένου παθολογικού χρωμοσώματος της Φιλαδέλφειας.

Η μέτρηση της γονιδιακής αλληλουχίας BCR-ABL1 ( που βρίσκεται στο παθολογικό χρωμόσωμα 22) εκτός της διαγνωστικής επιβεβαίωσης της νόσου, χρησιμεύει και για την παρακολούθηση της εξέλιξης της.

Οι γενετικές μεταλλάξεις που συμβαίνουν στη ΧΜΛ είναι πολλές και χρησιμοποιούνται για τη διάκριση υποτύπων της ΧΜΛ και προσαρμογής της κατάλληλης θεραπείας σ΄αυτούς.

Για τη σταδιοποίηση της νόσου χρησιμοποιούνται το ποσοστό των βλαστών στον μυελό των οστών και στο περιφερικό αίμα, το ποσοστό των βασεόφιλων κυττάρων στο αίμα ή στο μυελό των οστών, η θρομβοπενία ή ο αριθμός των αιμοπεταλίων, η ύπαρξη ίνωσης στον μυελό των οστών, η σπληνομεγαλία κ.α Επίσης για την ανταπόκριση στη θεραπεία ελέγχεται η εμφάνιση 2 ή περισσότερων μεταλλάξεων BCR-ABL1.

Θεραπεία

Συνήθως χορηγείται κάποιος από τους 5 γνωστούς αναστολείς της τυροσινικής κινάσης σε συνδυασμό ή όχι με ιντερφερόνη. Σε αποτυχία ή μετά από μοριακή ανάλυση επιλέγεται κάποιος άλλος από τους διαθέσιμους αναστολείς.

Η σύγχρονη θεραπεία έχει εξαιρετικά αποτελέσματα και σπάνια μπορεί να χρειαστεί (σε αποτυχία επίτευξης ύφεσης της νόσου), να γίνει μεταμόσχευση αλλογενών βλαστικών κυττάρων.

Οξεία Λεμφοκυτταρική ή Λεμφοβλαστική Λευχαιμία (ΟΛΛ)

Γενικά

Η καρκινική εξαλλαγή ξεκινά από τις αρχικές μορφές των λεμφοκυττάρων στον μυελό των οστών οι οποίες εκτός ότι πολλαπλασιάζονται εντονότερα αδυνατούν να εξελιχθούν σε πιο ώριμες μορφές. Στη συνέχεια  τα ανώριμα κύτταρα εξαπλώνονται  στο αίμα και σε διάφορα όργανα, όπως στους λεμφαδένες, το ήπαρ, το κεντρικό νευρικό σύστημα, το σπλήνα κ.α.

Έχουν διαπιστωθεί μία σειρά από κυτταρο-γενετικές ανωμαλίες που προσδίδουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στα κύτταρα και οδηγούν σε διαφορετικές κλινικές πορείες. Μία τέτοια γνωστή ανωμαλία έχει να κάνει με το επονομαζόμενο χρωμόσωμα της Φιλαδέλφειας, που αναφέρθηκε και εμπλέκεται κυρίως στη χρόνια μυελογενή λευχαιμία.

Παράγοντες Κινδύνου

Η οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία είναι πιο συχνή σε παιδιά και σε ενήλικες άνω των 50 ετών. Όταν ο ένας από τους ομοζυγότες δίδυμους αναπτύξει τον πρώτο χρόνο της ζωής τη νόσο, αυξημένες πιθανότητες εμφάνισης να την εμφανίσει έχει και ο άλλος αδελφός.

Η νόσος είναι συχνότερη στους άνδρες.

  • Η ιοντίζουσα ακτινοβολία είναι αποδεδειγμένος παράγοντας κινδύνου ( κάτι που αφορά και την έκθεση σ’ αυτήν για θεραπευτικούς σκοπούς)
  • Κάποιες χημικές ενώσεις, όπως ορισμένα χημειοθεραπευτικά φάρμακα ή το βενζόλιο (που βρίσκεται στον καπνό του τσιγάρου, σε καθαριστικά κ.λ.π.) έχουν σχετιστεί με την ανάπτυξη ΟΛΛ
  • Ιοί, όπως ο ιός των Τ-κυττάρων λεμφώματος /λευχαιμίας 1 (HTLV-1) και ο ιός Epstein-Barr (EBV). ( Ο τελευταίος προκαλεί και την λοιμώδη μονοπυρήνωση).
  • Γενετικά σύνδρομα, όπως το σύνδρομο Down, το σύνδρομο Kleinefelter, η αναιμία Fanconi, η νευροινωμάτωση κ.α

Δεν έχει αποδειχθεί η εμφάνιση της ΟΛΛ μετά από  έκθεση στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία ( π.χ. καλώδια ηλεκτρισμού, κεραίες κινητής τηλεφωνίας), ενώ αδύναμα είναι και τα στοιχεία για τις βαφές μαλλιών ή την έκθεση σε παρασιτοκτόνα.

Πρώιμη Διάγνωση

Γενικώς δεν είναι εφικτή για τον πληθυσμό. Όμως, άνθρωποι με τους προαναφερθέντες παράγοντες κινδύνου μπορεί να υποβάλλονται σε έλεγχο για λευχαιμία.

Σημεία και Συμπτώματα

Όταν μειωθεί εξαιτίας της νόσου ο αριθμός των φυσιολογικών κυττάρων του αίματος και ανατραπεί η ισορροπία των κυττάρων του αίματος αυτό έχει ως συνέπεια ο πάσχων να αισθάνεται ακαθόριστα συμπτώματα, όπως κούραση, αδυναμία, αναιμία, ελαφρά δύσπνοια, σημάδια εύκολης αιμορραγίας, ζαλάδες, επίμονες λοιμώξεις,  ανορεξία, απώλεια βάρους, σκελετικούς πόνους.

Συνήθης είναι και η διόγκωση λεμφαδένων σε διάφορες περιοχές του σώματος ( π.χ. στον τράχηλο, μασχάλη, βουβωνική χώρα), καθώς και η εμφάνιση νυχτερινών εφιδρώσεων, αλλά και πυρετού.

Σε πιο προχωρημένα στάδια μπορεί να παρατηρηθεί διόγκωση ήπατος και σπληνός.

Αν εμφανιστούν μεταστάσεις σε εγκέφαλο ή νωτιαίο μυελό μπορεί να εμφανιστούν ζαλάδες, πονοκέφαλος, διαταραχές της όρασης, έμετοι.

Σε μεταστάσεις στην κοιλότητα του θώρακος δημιουργείται συλλογή υγρού γεγονός που οδηγεί σε δύσπνοια. Σοβαρή είναι η κατάσταση σε διόγκωση του θύμου αδένα η οποία πέρα από  της αναπνευστικής δυσχέρειας μπορεί να πιέσει την μεγάλη φλέβα του θώρακα (την άνω κοίλης), προκαλώντας έντονη δύσπνοια, πρήξιμο του τραχήλου, της κεφαλής και των άνω άκρων, Αυτή είναι μία επικίνδυνη για τη ζωή κατάσταση που χρήζει άμεσης αντιμετώπισης.

Τα συμπτώματα εξελίσσονται με ταχύ ρυθμό.

Διαγνωστική Διερεύνηση

Την υποψία ύπαρξης της νόσου από το ιστορικό και την κλινική εξέταση θα ενισχύσουν:

Η γενική αίματος, στην οποία διαπιστώνεται στις περισσότερες περιπτώσεις αυξημένος αριθμός λευκών αιμοσφαιρίων, χωρίς να αποκλείεται αυτός να είναι φυσιολογικός ή και μειωμένος. Η μελέτη επιχρίσματος περιφερικού αίματος (η εξέταση στο μικροσκόπιο μίας σταγόνας αίματος που έχει στρωθεί σε γυάλινο πλακάκι) επιτρέπει να διαπιστωθούν αλλαγές στον αριθμό και την εμφάνιση των κυττάρων του αίματος.

Η διάγνωση τίθεται με εξέταση υλικού από τον μυελό των οστών ή την ανεύρεση βλαστών στο περιφερικό αίμα.

Αν η κακοήθης εξαλλαγή διαπιστώνεται να υπάρχει σε ποσοστό μεγαλύτερο του 25% στο μυελό των οστών, τότε η νόσος χαρακτηρίζεται λευχαιμία. Αν η εξαλλαγή συμβαίνει στους λεμφαδένες, τότε πρόκειται για μία άλλη κακοήθη νόσο, που μοιάζει με την λευχαιμία, και η οποία λέγεται λέμφωμα.

Εξετάσεις του υλικού από τον μυελό των οστών για γονιδιακά, μοριακά-ανοσοιστοχημικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά δίνουν τις απαραίτητες πληροφορίες για τους ιδιαίτερους υπότυπους της ΟΛΛ, που σχετίζονται με καλύτερη ή χειρότερη πρόγνωση.

Οι εξετάσεις του εγκεφαλονωτιαίου υγρού, οι απεικονιστικές εξετάσεις, οι βιοχημικές εξετάσεις συμπληρώνουν τις πρώτες διαγνωστικές προσεγγίσεις.

Θεραπεία

Λόγω της ταχείας εξέλιξης και της σπανιότητας της νόσου, σκόπιμη είναι η παραπομπή των ασθενών σε εξειδικευμένα κέντρα.

Η χημειοθεραπεία έχει αρχικά ως στόχο την πλήρη υποχώρηση της νόσου. Αν αυτό επιτευχθεί αυξάνονται οι πιθανότητες μακροχρόνιας επιβίωσης. Εφαρμόζονται επίσης και θεραπεία σταθεροποίησης και συντήρησης.

Με τις νέες μεθόδους μπορεί να ανευρεθεί και ο μικρότερος δυνατόν αριθμός λευχαιμικών κυττάρων που έχουν παραμείνει μετά τη θεραπεία (1 λευχαιμικό κύτταρο στα 10.000 φυσιολογικά), κατάσταση που χαρακτηρίζεται ως ελαχίστη υπολειπόμενη νόσος. Με αυτές τις μεθόδους γίνεται καλύτερη παρακολούθηση της πορείας των ασθενών.

Χρόνια Λεμφοβλαστική Λευχαιμία

Γενικά

Είναι η πιο διαδεδομένη μορφή λευχαιμίας στους ενήλικες, που συνήθως εξελίσσεται αργά και έχει πολύ καλή πρόγνωση.

Αφορά άτομα μεγάλης ηλικίας ( συνήθως άνω των 70 ετών) και οι άνδρες ασθενείς είναι περισσότεροι από τις γυναίκες

Προέρχεται από εκτεθειμένα σε αντιγονικά ερεθίσματα Β λεμφοκύτταρα στο αίμα, τον μυελό των οστών τους λεμφαδένες και το σπλήνα’ Τα κύτταρα αυτά λόγω γενετικών μεταλλάξεων που υφίστανται δεν πεθαίνουν ως είναι προγραμματισμένα (απόπτωση) και ο ρυθμός πολλαπλασιασμού τους έχει απορρυθμιστεί και σταδιακά περιορίζουν τον σχηματισμό των άλλων σειρών των κυττάρων του αίματος. Οι μεταλλάξεις που έχουν εντοπιστεί σ΄ αυτήν την μορφή λευχαιμίας είναι πολλές και έχουν οδηγήσει στην επιμέρους κατηγοριοποιήσει διαφόρων υποτύπων της νόσου.

Αρχικά παρατηρείται μία αύξηση των Β λεμφοκυττάρων ( Μονοκλωνική Β λευκοκυττάρωση), που καθώς υπόκειται σε νέες μεταλλάξεις οδηγεί στη χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία, η οποία στη συνέχεια μπορεί να δώσει άλλους τύπους αιματολογικών κακοηθειών  (περιλαμβανόμενου του μη Hodgkin λεμφώματος και του διάχυτου από Β κύτταρα λεμφώματος).

Έχει πολύ καλή πρόγνωση που γίνεται στατιστικά καλύτερη αφού εμφανίζεται σε μεγάλης ηλικίας ανθρώπους.

Παράγοντες Κινδύνου

Φαίνεται πως υπάρχει μία γενετική προδιάθεση, χωρίς να έχει εντοπιστεί η βασική απ΄ αυτές. Είναι χαρακτηριστικό ότι όσοι έχουν συγγενείς πρώτου βαθμού που έχουν ασθενήσει με ΧΛΛ έχουν 8-9 φορές πιο υψηλό κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου και έως 2 φορές αυξημένη πιθανότητα για εμφάνιση λεμφώματος.

Επίσης και η έκθεση σε οργανικούς διαλύτες ( χημικές ουσίες) όπως το βενζόλιο σχετίζονται με αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης της νόσου.

Κλινικά Σημεία

Στην αρχική περίοδο οι ασθενείς δεν έχουν συμπτώματα. Υπάρχει αυξημένος αριθμός λεμφοκυττάρων ( και αυτή ανακαλύπτεται τυχαία).

Με την εξέλιξη της νόσου εμφανίζονται μη ειδικά συμπτώματα ( που αναφέρθηκα αλλού ως συμπτώματα Β) δηλ. συμπτώματα όπως κόπωση, αδυναμία, ανορεξία, απώλεια βάρους, πυρετός και / ή νυχτερινές εφιδρώσεις.

Στις μισές περιπτώσεις παρουσιάζονται διογκωμένοι λεμφαδένες ( ανώδυνοι και πιο συχνά στον τράχηλο και στις υπερκλείδιες χώρες) και σπανιότερα σπληνομεγαλία και ηπατομεγαλία.

Διάγνωση

Στη γενική αίματος και στο επίχρισμα αίματος θα διαπιστωθεί ο αυξημένος αριθμός των λεμφοκυττάρων, ενώ η κυτταρομετρία ροής ( δηλ αυτόματη μικροσκοπία με χρήση φθορισμού και φωτός σε μεμονωμένα κύτταρα εν ροή) με την οποία επιτυγχάνεται η φαινοτυπική ανάλυση των λεμφοκυττάρων και η τυποποίηση τους μέσω ανίχνευσης συγκεκριμένων  πρωτεϊνών στην επιφάνεια τους.

Επίσης σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρείται μία μείωση των γ- σφαιρινών ( υπογαμμασφαιριναιμία, αυξημένη γαλακτική αφυδρογονάση (LDH), ηπατικά ένζυμα, ουρικό οξύ, και σπάνια υπερασβεστιαιμία.

Η Βιοψία μυελού των οστών δεν είναι απαραίτητη στην ΧΛΛ.

Άλλες απεικονιστικές και μη εξετάσεις είναι απαραίτητες για τον έλεγχο της γενικής κατάστασης των ασθενών.

Στάδια Νόσου

Η πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σταδιοποίηση στην Ευρώπη είναι κατά Binet, όπου ανάλογα με τις τιμές της αιμοσφαιρίνης, των αιμοπεταλίων και του αριθμού των περιοχών με διογκωμένους λεμφαδένες, ήπαρ και σπλήνα, οι ασθενείς κατατάσσονται σε τρία στάδια που το Ι έχει καλή πρόγνωση και το ΙΙΙ τη χειρότερη  Ανάλογα με το αν δεν παρατηρούνται καθόλου συμπτώματα και υπάρχει μόνο αυξημένο αριθμός λεμφοκυττάρων ( στάδιο 0, όπου η νόσος διαδράμει ανεπαίσθητα), το στάδιο Ι ( όπου εκτός του αυξημένου αριθμού λεμφοκυττάρων υπάρχει και διόγκωση λεμφαδένων), το στάδιο ΙΙ  (όπου πέρα από την λεμφοκυττάρωση και την ύπαρξη ή μη διογκωμένων  λεμφαδένων υπάρχει ηπατομεγαλία και σπληνομεγαλία), το στάδιο ΙΙΙ ( με τα προηγούμενα αλλά συνύπαρξη και αναιμίας), στάδιο IV (συνυπάρχει θρομβοκυτταροπενία, δηλ. πολύ λίγα αιμοπετάλια)

Μία άλλη σταδιοποίηση αφορά την ασυμπτωματική ΧΛΛ, την συμπτωματική ή προοδευτική ( προοδεύουσα) και την υποτροπιάζουσα ΧΛΛ.

Θεραπεία

Λόγω της αργής προόδου σε μεγάλης ηλικίας ασθενείς είναι εφικτή η παρακολούθηση και η μη θεραπεία.

Σε στάδιο ΙΙΙ και ΙΙ και καμιά φορά σε Ι και σύμφωνα με την αξιολόγηση και άλλων πολλών παραμέτρων ( συμπεριλαμβανομένων εντοπισμού συγκεκριμένων μεταλλάξεων μπορούν να χορηγηθούν χημειοθεραπεία, αναστολείς σημάτων και άλλα νέα σύγχρονα φάρμακα.

Η αλλογενής μεταμόσχευση βλαστικών κυττάρων αποτελεί μία επιλογή σε ανθεκτική στις προηγούμενες θεραπείας ΧΛΛ.

Ελληνική Αντικαρκινική Εταιρεία Hellenic Cancer Society
Ένας σύγχρονος και έγκυρος τρόπος επικοινωνίας μαζί μας. Για άμεση επικοινωνία με τους συνεργάτες μας καλέστε στο 215.215.1650